- μεταστρατοπεδεύω
- αμετ. воен, менять расположение лагеря
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταστρατοπεδεύω — (Α μεταστρατοπεδεύω) (ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
μεταστρατοπεδεύω — μεταφέρω στρατόπεδο σε άλλη θέση: Οι εχθροί μεταστρατοπέδευσαν για να χάσουμε τα ίχνη τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταστρατοπεδεύει — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 2nd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind act 3rd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 2nd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστρατοπεδεύουσι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part act masc/neut dat pl (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστρατοπεδευσάμενοι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom/voc pl μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστρατοπεδευσάμενος — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστρατοπεδευσώμεθα — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor subj mid 1st pl μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor subj mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστρατοπεδευόμενοι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part mp masc nom/voc pl μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστρατοπεδεῦσαι — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor inf act μεταστρατοπεδεύω shift one s ground aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστρατοπεδεύειν — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres inf act (attic epic) μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστρατοπεδεύεται — μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 3rd sg μεταστρατοπεδεύω shift one s ground pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)